ανεξοικείωτος

ανεξοικείωτος
η, р [ος , ον ] не привыкший, неприспособленный; непривычный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανεξοικείωτος" в других словарях:

  • ανεξοικείωτος, -η — ο αυτός που δεν εξοικειώθηκε ή δεν μπορεί να εξοικειωθεί, να συνηθίσει με κάτι: Είναι ανεξοικείωτος ακόμη με το καινούριο περιβάλλον του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεξοικείωτος — η, ο εκείνος που δεν έχει εξοικειωθεί, δεν έχει συνηθίσει σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εξοικειώ, ώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στον Αθανάσιο Ευταξία] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»